τετρασκελής

τετρασκελής
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερα σκέλη ή τέσσερα πόδια
αρχ.
1. (για επίδεσμο) αυτός που έχει τέσσερα άκρα
2. (για ψυχικό πάθος) πολύ μεγάλος
3. φρ. α) «τετρασκελής οἰωνός» — είδος γρύπου, μυθικού ζώου με κεφάλι και φτερούγες αετού και με σώμα λεονταριού (Αισχύλ.)
β) «χέρσου τετρασκελής γονή» — τα τετράποδα (Σοφ.)
γ) «τετρασκελὲς ὕβρισμα Κενταύρων» — η αυθάδης βία τών Κενταύρων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ὀκτα-σκελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετρασκελής — four legged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασκελῆ — τετρασκελής four legged neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τετρασκελής four legged masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τετρασκελής four legged masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασκελεῖ — τετρασκελής four legged masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τετρασκελής four legged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασκελεῖς — τετρασκελής four legged masc/fem acc pl τετρασκελής four legged masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασκελές — τετρασκελής four legged masc/fem voc sg τετρασκελής four legged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασκελοῦς — τετρασκελής four legged masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασκελέσι — τετρασκελής four legged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασκελέσιν — τετρασκελής four legged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασκελῶν — τετρασκελής four legged masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”